περιλήψεις
Ιωάννης Φούλιας: Τα τέσσερα κοντσέρτα για πιάνο του Xaver
Scharwenka. Συμβολή στην διερεύνηση του είδους του κοντσέρτου κατά
την όψιμη ρομαντική περίοδο (μέρος Β΄)
Η
παρούσα δημοσίευση αποτελεί την πρώτη, διεθνώς, εμπεριστατωμένη
μελέτη που αφιερώνεται στα τέσσερα κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα
του Xaver Scharwenka (1850-1924), έργα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά
του είδους τους κατά την όψιμη ρομαντική περίοδο αλλά και
αδικαιολόγητα παραγνωρισμένα εδώ και έναν περίπου αιώνα. Εν είδει
εισαγωγής, παρέχεται ένα σύντομο βιογραφικό σχεδίασμα για τον
συνθέτη, λαμπρό δεξιοτέχνη και περιώνυμο παιδαγωγό του πιάνου
(μεταξύ πολλών ακόμη ιδιοτήτων του), γίνεται αναφορά στα κυριότερα
έργα του και ανακατασκευάζεται κριτικά η περιοδολόγηση της συνολικής
συνθετικής του δημιουργίας σε δύο διακριτές φάσεις (αντί για τρεις
περιόδους, όπως αβάσιμα έχει προταθεί από τον
M.
Schneider-Dominco)·
επίσης, επιχειρείται μια ανάλογη επισκόπηση των αναφορών στα
κοντσέρτα του Scharwenka που ανιχνεύονται στην γενική αλλά και στην
ειδικότερη βιβλιογραφία. Εν συνεχεία, καθένα από τα τέσσερα
κοντσέρτα για πιάνο του συνθέτη εξετάζεται από ιστορικής και
αναλυτικής σκοπιάς: το – πληρέστερο κατά το δυνατόν – ιστορικό της
δημιουργίας και των εκτελέσεών τους έχει βασισθεί στην ενδελεχή
διασταύρωση των διαθέσιμων πρωτογενών πηγών και αναφορών στην
δευτερεύουσα βιβλιογραφία, οδηγώντας σε πληθώρα αναθεωρήσεων των
μέχρι τούδε εσφαλμένων ή ελλιπών πληροφοριών, ενώ οι διεξοδικές
αναλύσεις των έργων φωτίζουν την δομική τους συγκρότηση και τα
καίρια υφολογικά τους χαρακτηριστικά σε συνάρτηση με ένα στιβαρό
θεωρητικό υπόβαθρο, το οποίο συμβάλλει στην άρση κάθε είδους
παρανοήσεων που έχουν διατυπωθεί για τα κοντσέρτα αυτά στο πλαίσιο
των προγενέστερων επιδερμικών προσεγγίσεών τους. Τέλος, στα
συμπεράσματα της παρούσας εργασίας αποτιμάται η εξέλιξη του
συνθετικού ύφους του Scharwenka μέσα από τις μορφολογικές του
επιλογές, την εφαρμογή της κυκλικής αρχής αλλά και την σχέση ανάμεσα
στο σολιστικό όργανο και την ορχήστρα που αναπτύσσεται στα τέσσερα
κοντσέρτα του, διερευνάται το ζήτημα των πιθανών επιδράσεων που ο
Scharwenka δέχθηκε κατά καιρούς από τα έργα άλλων επιφανών ομοτέχνων
του, επαναπροσδιορίζεται η ακριβής θέση των συγκεκριμένων κοντσέρτων
για πιάνο στην ευρύτερη ιστορική διαδρομή του είδους τους κατά την
ύστερη ρομαντική περίοδο, ενώ αναπόφευκτα αναζητούνται και τα αίτια
του παραγκωνισμού τους από το συναυλιακό ρεπερτόριο μετά τον θάνατο
του δημιουργού τους.
Κώστας Καρδάμης:
«Το αίμα δεν γίνεται νερό και τον τραβά η πατρίς»: Παρεμβάσεις του
Σαμάρα «προς αληθή ανάδειξιν του μουσικού αισθήματος παρ’ ημίν»
(1888-1909)
Για
αρκετές δεκαετίες η συμβατική εικόνα του Σαμάρα ήταν εκείνη ενός
εντελώς αποκομμένου από την Ελλάδα συνθέτη με αξιοπρόσεκτη καριέρα στο
εξωτερικό, ο οποίος παρέμεινε μακριά από το ελληνικό μουσικό
γίγνεσθαι. Ωστόσο, σήμερα γίνεται πλέον ολοένα σαφέστερο ότι ο Σαμάρας
δεν έχανε ευκαιρία να προτείνει σχέδια για την ανύψωση του μουσικού
αισθητηρίου του ελλαδικού ακροατηρίου και για την οργάνωση και
ανάπτυξη των ελληνικών μουσικών δομών, καθώς και να συμμετέχει ενεργά
στις όποιες πρωτοβουλίες. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να προβάλει εν
συντομία ορισμένες πτυχές των συγκεκριμένων παρεμβάσεων του Σαμάρα
πριν την οριστική εγκατάστασή του στην Αθήνα (1911), οι οποίες
δείχνουν συνέπεια και συνέχεια στους στόχους και στις επιδιώξεις του.
Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης: Αριθμολογία και μαθηματικά στη θεωρία του
Χρυσάνθου
Το
1814 αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στην εξέλιξη της Ψαλτικής Τέχνης,
αφού κατά το έτος αυτό σηματοδοτείται η έναρξη της θεωρητικής και
σημειογραφικής μεταρρύθμισης, που γίνεται ευρύτερα γνωστή ως των
«Τριών Διδασκάλων». Ο Χρύσανθος ο εκ Μαδύτων, στο κύριο έργο του, το
Μέγα Θεωρητικόν της Μουσικής, το οποίο εκδίδεται το 1832,
υποστηρίζει επαρκώς το θεωρητικό υπόβαθρο του όλου εγχειρήματος,
αναλύοντας και τεκμηριώνοντας, κατά το δυνατό, τη νέα θεωρία της
εκκλησιαστικής μουσικής. Στην ιστορική αυτή έκδοση πρέπει να
επισημανθεί ότι, πέρα από τις τεχνικές θεωρητικές λεπτομέρειες που
αφορούν το καθαυτό αντικείμενο της πραγμάτευσης, συναντώνται και οι
φιλοσοφικές και αισθητικές απόψεις του συγγραφέα, ενώ ανιχνεύονται
παράλληλα και οι κύριες πηγές του. Αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν
αφενός στις γραφές των αρχαίων ελλήνων θεωρητικών και αφετέρου σε
νεώτερα μουσικοθεωρητικά έργα που αναφέρονται στο χώρο της δυτικής
μουσικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μεταξύ άλλων, παρουσιάζει ο τρόπος με
τον οποίο ο Χρύσανθος χρησιμοποιεί στο έργο του τους αριθμούς, όχι
μόνο ως έννοιες απαραίτητες για τη χαρτογράφηση της διαστηματικής του
θεωρίας, αλλά και ως αποδεικτικό μέσο. Παρατηρούμε επίσης τις λογικές
αλληλουχίες στις οποίες καταφεύγει, είτε λεκτικά, είτε σε υπολογιστικό
επίπεδο, καθώς και τη χρήση στοιχειωδών αλγεβρικών εργαλείων. Τα
συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε επαγωγικά μέσα από μια τέτοια
παρατήρηση παρουσιάζουν ενδιαφέρον και μας οδηγούν με τη σειρά τους σε
επίσης πολύ χρήσιμους συνειρμούς για τη θεωρητική σκέψη, τη γενικότερη
γνώση και τα κίνητρα του μεταρρυθμιστή συγγραφέα.
Θοδωρής Καραθόδωρος: Αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα στον συνθέτη
και τον ερμηνευτή. Η συνεισφορά του Λυκούργου Αγγελόπουλου
στη σύγχρονη έντεχνη μουσική δημιουργία
Ο
Λυκούργος Αγγελόπουλος υπήρξε, αναντίρρητα, μία από τις πιο εξέχουσες
προσωπικότητες στον χώρο της βυζαντινής μουσικής. Η πολύχρονη θητεία
του στο εκκλησιαστικό αναλόγιο, η διεύθυνση της περίφημης Ελληνικής
Βυζαντινής Χορωδίας, το σημαντικό παιδαγωγικό του έργο και η συγγραφή
μουσικολογικών άρθρων και κειμένων συνιστούν τις κυρίαρχες συνιστώσες
της δημιουργικής του πορείας. Υπάρχει, όμως, και άλλη μία σημαντική
πτυχή της καλλιτεχνικής του δράσης, η οποία δεν είναι τόσο γνωστή στο
ευρύ κοινό. Πράγματι, οι συμμετοχές του ως σολίστ σε έργα σύγχρονης
έντεχνης μουσικής δημιουργίας διεύρυναν τους ορίζοντες της
καλλιτεχνικής του παρουσίας, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι οι
φωνητικές του δεξιότητες, οι καλλιτεχνικές και επιστημονικές του
αναζητήσεις και γενικότερα η ισχυρή του προσωπικότητα επηρέασαν έως
ένα βαθμό την σκέψη των δημιουργών. Ιδιαιτέρως, η στενή συνεργασία που
ανέπτυξε με τους κορυφαίους συνθέτες Μιχάλη Αδάμη και Δημήτρη Τερζάκη
συνέβαλε καθοριστικά στην δημιουργία σπουδαίων έργων, πολλά από τα
οποία γράφτηκαν αποκλειστικά για εκείνον. Στο παρόν άρθρο αναλύεται η
καλλιτεχνική σύζευξη που γεννιέται ανάμεσα στον συνθέτη και τον
ερμηνευτή, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνα τα στοιχεία της
προσωπικότητας του Αγγελόπουλου που ενέπνευσαν και επηρέασαν την
συνθετική σκέψη. Παράλληλα, εξετάζεται με ευσύνοπτο τρόπο η γενικότερη
παρουσία του Λυκούργου Αγγελόπουλου στον χώρο της σύγχρονης μουσικής
δημιουργίας.
|