περιλήψεις
Κατερίνα Μανιού:
Η σχέση
του Άλφρεντ Σνίτκε με το σειραϊσμό
και η αξιοποίησή του κατά τις
μεταπειραματικές φάσεις του έργου
του
Στο
παρόν άρθρο ερευνάται η σχέση του
Σνίτκε με το σειραϊσμό σε ιδεολογικό
και συνθετικό επίπεδο. Αρχικά,
παρουσιάζονται οι ιδιαίτερες
συνθήκες που ευνόησαν τη διάδοση των
σειραϊκών τεχνικών κατά τα πρώτα
μετασταλινικά χρόνια. Επισημαίνεται,
δε, η καίρια σύνδεσή τους με τη
διαμόρφωση της ανεπίσημης
σοβιετικής μουσικής, η οποία
ταυτίζεται με την ανάπτυξη της
γενιάς του Σνίτκε, ενώ
αντιπαραβάλλονται οι ιδιαιτερότητες
της πρόσληψης του σειραϊσμού στο
σοβιετικό περιβάλλον σε σχέση με τη
Δύση κατά την εποχή του Ψυχρού
Πολέμου. Έπειτα, παρακολουθείται η
εκτύλιξη της σχέσης του Σνίτκε με το
σειραϊσμό, με παράλληλο εντοπισμό
των αξόνων που την καθορίζουν. Σημείο
κλειδί αποδεικνύεται η ιδεολογική
σύγκλιση του Σνίτκε προς την έννοια
της “Ιδέας”, όπως αυτή περιγράφεται
από τον Schoenberg. Μέσα από τη συγκριτική
μελέτη των απόψεων των δύο συνθετών
αναδεικνύεται μια αξιοσημείωτη
ταύτιση ως προς το ποιόν της
διαδικασίας της σύνθεσης, βάσει της
οποίας ξεκαθαρίζεται η φαινομενική
αντίφαση της επικριτικής στάσης του
Σνίτκε απέναντι στο σειραϊσμό, με την
ταυτόχρονη υιοθέτησή του ως
κυρίαρχου εργαλείου στο σύνολο της
δημιουργικής του ζωής. Τέλος, με
τέσσερα μουσικά παραδείγματα,
επιχειρείται η ανάδειξη και η
κωδικοποίηση των ποικιλότροπων
εκδοχών επιστράτευσης του
σειραϊσμού καθώς και η τεκμηρίωση
μιας σειράς στοιχείων συγγένειας του
Σνίτκε με τον πρώτο μοντερνισμό,
γεγονός που δρομολογείται από την
υπακοή στο κέλευσμα της “Ιδέας”.
Σωκράτης Γεωργιάδης:
Συνθετική σκέψη και πτωτικές δομές
στην πρώιμη και μέση αναγεννησιακή
πολυφωνία: ψαρεύοντας σε θολά νερά
Επιχειρώντας
να προσεγγίσουμε μερικά από τα πιο
σημαντικά ζητήματα που κυκλικά
επανέρχονται στην βιβλιογραφία των
τελευταίων, κυρίως, δεκαετιών, θα
προσπαθήσουμε σε αυτή τη μελέτη να
εστιάσουμε αρχικά σε ορισμένες
πτυχές και παραμέτρους, η κατανόηση
των οποίων φαίνεται να αποτελεί
αναγκαία συνθήκη για μια πιο
συνεκτική προσέγγιση της πορείας
εξέλιξης της συνθετικής σκέψης στην
πρώιμη και μέση αναγεννησιακή
πολυφωνία. Στη συνέχεια,
παρακολουθώντας τη σκέψη των
θεωρητικών της εποχής, θα
προσπαθήσουμε να αλιεύσουμε μερικά
από τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα
δομικά στοιχεία των πτωτικών δομών,
που φαίνεται να αποτελούν κοινό τόπο
στα θεωρητικά συγγράμματα της
περιόδου. Στο περιθώριο αυτής της
αναζήτησης, θα καταθέσουμε ορισμένες
επισημάνσεις, φιλοδοξώντας αυτές να
αποτελέσουν ένα γόνιμο σημείο
εκκίνησης για μια ευρύτερη συζήτηση
σχετικά με τις διαδρομές που θα
μπορούσαν να οδηγήσουν σε
ασφαλέστερα συμπεράσματα, θέτοντας
παράλληλα ως απώτερο στόχο την
ανάδειξη της ανάγκης υιοθέτησης μιας
πιο προσεκτικής και μάλλον ευρύτερης
οπτικής θέασης, ιδιαίτερα ευαίσθητης
σε αυτά που μας παραδίδουν τα ίδια τα
μουσικά κείμενα αλλά και οι
θεωρητικοί της εποχής που αυτά
δημιουργήθηκαν.
Διονυσία Μπλαζάκη: Χέγκελ
και Σοπενχάουερ: Η αφαίρεση στη
μουσική
Στο
κείμενο αυτό επιχειρούμε να
αναδείξουμε, να συστηματοποιήσουμε
και να ανακατασκευάσουμε τη σημασία
που λαμβάνει η έννοια της αφαίρεσης
στη θεώρηση των δύο φιλοσόφων για την
τέχνη της μουσικής. Καθώς και οι δύο
φιλόσοφοι συμπεριλαμβάνουν την
τέχνη της μουσικής στο αισθητικό
τους σύστημα, θέτοντας κριτήρια για
την ίδια τη φύση της, τα οποία
συνδέονται με τον τρόπο που ο καθένας
δομεί την ιδεαλιστική του θεώρηση,
εξετάζουμε την έννοια της αφαίρεσης
έτσι όπως αυτή μεταβαίνει από τη
γνωσιοθεωρία του κάθε φιλοσόφου,
διαμέσου της αισθητικής του θεωρίας,
στην τέχνη της μουσικής. Στην
περίπτωση του Χέγκελ προσεγγίζουμε
τις μουσικοαισθητικές αρχές που
θέτει ο φιλόσοφος, τόσο μέσα από το
ίδιο το σύστημά του, όσο και με
αναφορά στο σύγχρονο προβληματισμό
γύρω από τα κείμενά του, και
διερευνάμε την αφαίρεση από την
πλευρά της μορφοποιητικής μουσικής
διαδικασίας και στο πλαίσιο της
οργανικής της ανάπτυξης, αλλά και από
την πλευρά της ιδέας, η οποία μπορεί
να εκθέσει ένα ιδιάζον περιεχόμενο.
Στην περίπτωση του Σοπενχάουερ
εξετάζουμε την έννοια της αφαίρεσης
ως προς τη δυνατότητα της μουσικής να
αποδίδει άμεσα τα συναισθηματικά της
περιεχόμενα, όπως και σε αναφορά προς
τα φαινόμενα της παράστασης, αλλά και
σε σχέση με τις
κοινωνικοπολιτισμικές παραμέτρους,
και επισημαίνουμε τα προβλήματα που
προκύπτουν από τη μεθοδολογία του
Σοπενχάουερ.
Σόλων
Ραπτάκης: Η Πέμπτη
σονάτα για πιάνο του Αλεξάντρ
Σκριάμπιν: ένας διάλογος με τις
μορφές σονάτας
Οι
δέκα σονάτες για πιάνο του Αλεξάντρ
Σκριάμπιν θεωρούνται ένας από τους
σημαντικότερους κύκλους έργων του
συνθέτη, στον οποίο μάλιστα
διαφαίνεται με ιδιαίτερη ενάργεια η
σταδιακή εξέλιξη της συνθετικής
τεχνικής και της επιλογής του
μουσικού υλικού, καθώς και η
συνεπακόλουθη διαμόρφωση ενός
μοναδικού προσωπικού ύφους. Η Πέμπτη
σονάτα, opus 53, στέκεται στο
μεταίχμιο μεταξύ των τεχνοτροπιών
του ύστερου ρομαντισμού και του
ανερχόμενου μοντερνισμού· η
διαπίστωση αυτή βασίζεται κυρίως σε
κρίσεις και εκτιμήσεις που αφορούν
τα αρμονικά της χαρακτηριστικά, τον
χειρισμό του μοτιβικού υλικού, καθώς
και εξωμουσικούς συσχετισμούς, ενώ η
έρευνα έχει προσδώσει, μέχρι στιγμής,
μικρότερο βάρος στον μορφολογικό της
σχεδιασμό. Αυτό το κενό επιχειρεί να
αναπληρώσει η παρούσα μελέτη, που
επικεντρώνεται στις ιδιαιτερότητες
της μορφής και αποπειράται την
σύγκριση και ένταξή της στις
διαφορετικές εκφάνσεις της μορφής
σονάτας (τριμερής, διμερής κ.ά.), βάσει
των οποίων ο μορφολογικός σχεδιασμός
του έργου μπορεί να εξηγηθεί. Ως
βασικός σκοπός δεν τίθεται η ταύτιση
με κάποιο συγκεκριμένο δομικό σχήμα,
ως το πλέον κατάλληλο, αλλά,
απεναντίας, η ανάδειξη της
προβληματικής της μορφής στο ώριμο
έργο του συνθέτη, παράλληλα και σε
συνδυασμό με τις συνιστώσες που
αναφέρθηκαν.
Βασίλειος Καλαγκιάς: Μορφή
και τεχνική στις ανεξάρτητες σειρές
παραλλαγών για πληκτροφόρο του Wolfgang
Amadeus Mozart (μέρος Α΄)
Το
αντικείμενο της παρούσας εργασίας
είναι οι ανεξάρτητες σειρές
παραλλαγών του Mozart. Πρόκειται για 16
έργα για σόλο πληκτροφόρο, δύο για
πληκτροφόρο και βιολί και ένα για
πληκτροφόρο – 4 χέρια. Μέσα από την
μελέτη των έργων αυτών, επιχειρείται
η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις
μορφές και τις τεχνικές που
χρησιμοποιήθηκαν από τον συνθέτη,
αλλά και η γνωριμία με τον τρόπο που ο
Mozart αυτοσχεδίαζε, δεδομένου ότι
κάποια από αυτά τα έργα
παρουσιάστηκαν σε δημόσιες
εμφανίσεις του συνθέτη προτού καν
καταγραφούν. Στο πρώτο μέρος, τα έργα
εξετάζονται με χρονολογική σειρά, η
εγκυρότητα της οποίας επικυρώνεται
από την πιο πρόσφατη βιβλιογραφία.
Για κάθε έργο, παρατίθενται αρχικά
ορισμένες ιστορικές πληροφορίες και
ακολουθεί η εξέταση της δομής και των
σημαντικότερων στοιχείων των
θεμάτων, καθώς και των τροποποιήσεων
που επιφέρει ο Mozart σε κάθε μία
παραλλαγή χωριστά αλλά και σε σχέση
με τη συνολική διάρθρωση της
εκάστοτε σειράς παραλλαγών. Στο
δεύτερο μέρος επιχειρείται η εξαγωγή
συμπερασμάτων που αφορούν στη μορφή
των θεμάτων, στους τύπους παραλλαγών
στο υπό εξέταση ρεπερτόριο, στην
διάταξη των παραλλαγών και στις
τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συνθέτης.
Τα συμπεράσματα αυτά τοποθετούνται
στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο,
λαμβάνοντας υπόψη σημαντικά
θεωρητικά συγγράμματα.
|