περιλήψεις
Μάρκος Τσέτσος:
Μουσικολογική νεο-σοφιστική.
Κριτικές θέσεις με αφορμή την
ελληνική μετάφραση ενός βιβλίου του Nicholas Cook
Με
αφορμή την ελληνική μετάφραση του
βιβλίου του N. Cook Μουσική. Όλα όσα πρέπει να
γνωρίζετε (Αθήνα 2007), επιχειρείται
μια ενημέρωση της ελληνικής
μουσικολογικής κοινότητας γύρω από
τις αρχές και τις μεθοδολογικές
συνεπαγωγές της Νέας Μουσικολογίας. Η
ενημέρωση διατυπώνεται εν είδει εννέα
θέσεων, που τεκμηριώνονται με
παραπομπές σε χωρία από το βιβλίο του Cook. 1η θέση: η Νέα
Μουσικολογία προκρίνει το
μεθοδολογικό και αξιολογικό
υποκειμενισμό· 2η θέση: το
σχετικισμό· 3η θέση: την αξιολογική
εργαλειοκρατία· 4η θέση: την
αξιολογική κατασκευασιοκρατία· 5η
θέση: τον αξιολογικό ντετερμινισμό·
6η θέση: τον αξιολογικό αναγωγισμό· 7η
θέση: το νομιναλισμό· 8η θέση: τη
συγκειμενοκρατία· 9η θέση: τον
λαϊκισμό. Στο τελευταίο μέρος του
άρθρου υποστηρίζεται ότι το
ουσιαστικό συμφέρον της
μεταμοντέρνας μουσικολογικής
ρητορικής δεν είναι άλλο από την
παροχή θεωρητικής στήριξης και
ακαδημαϊκής νομιμοποίησης στις
πρακτικές της εμπορικής μουσικής και
της μουσικής βιομηχανίας.
Κώστας
Τσούγκρας: Στοιχεία ελληνικής
δημοτικής μουσικής στο Παραμυθόδραμα
του Νίκου Σκαλκώτα ‒ Συμβολικός
συγκερασμός διατονικότητας και
χρωματικότητας
Το Παραμυθόδραμα
ή Με του Μαγιού τα μάγια, γραμμένο το
1943-1944 και ενορχηστρωμένο το 1949, είναι
ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα
σκηνικής μουσικής του Νίκου Σκαλκώτα.
Το σκηνικό έργο αφηγείται ένα λαϊκό
παραμύθι σχετικά με μια νεράιδα, που
μια Πρωτομαγιά μαγεύεται και
παντρεύεται ένα χωριατόπουλο, αλλά
ένα χρόνο μετά τα μάγια λύνονται και
αυτή επιστρέφει στον κόσμο των
ξωτικών, ενώ το παλικάρι πεθαίνει από
τον καημό του. Το μουσικό έργο, το
οποίο περιλαμβάνει μία εκτενή
οργανική εισαγωγή, μικρότερες
εισαγωγές σκηνών, μουσική υπόκρουση
αφηγήσεων, λαϊκότροπους χορούς και
τραγούδια και ένα μοιρολόι,
ενσωματώνει πολλά στοιχεία ελληνικού
παραδοσιακού χαρακτήρα, συνδυασμένα
με άλλα στοιχεία της μουσικής του 20ού
αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η συμβολική αντιστοίχιση
του κόσμου των ανθρώπων με τη
διατονικότητα και του κόσμου των
ξωτικών με τη χρωματικότητα. Οι
τονικοί-τροπικοί και ατονικοί πόλοι
ανάμεσα στους οποίους παλινδρομεί το
έργο διαχωρίζονται από προσεκτικά
επιλεγμένους συνδυασμούς μεταξύ των
δύο άκρων, έτσι ώστε άλλοτε να
υπάρχουν χρωματικές μελωδίες σε
διατονικό-τροπικό περιβάλλον και
άλλοτε διατονικές μελωδίες σε
χρωματικό περιβάλλον. Η παρούσα
εργασία επιχειρεί την εξερεύνηση του
φάσματος μεταξύ διατονικής
τροπικότητας και χρωματικότητας (σειραϊκής
ή μη) μέσω αναλύσεων επιλεγμένων
αποσπασμάτων του έργου. Επίσης,
επιχειρεί την περιγραφή της
λειτουργίας των στοιχείων ελληνικής
δημοτικής μουσικής στο έργο, καθώς και
τη συγκεκριμενοποίηση των
συμβολισμών που συνδέονται με τους
ρυθμούς, τις μελωδίες και την αρμονία
του.
Μαγδαληνή Καλοπανά: Η
πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας
στο έργο του Δημήτρη Δραγατάκη
Στην
πλούσια εργογραφία του Δημήτρη
Δραγατάκη περιλαμβάνονται πολλά έργα
με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα.
Ειδικότερα, διακρίνεται η σκηνική
μουσική του συνθέτη για αρχαίες
ελληνικές τραγωδίες (Μήδεια,
Αντιγόνη, Ηρακλείδες,
Ιφιγένεια εν Ταύροις,
Ηλέκτρα), αλλά και έργα διαφόρων
ειδών που συνδέονται με την αρχαία
ελληνική μυθολογία μέσω ενός νέου
κειμένου ή σεναρίου (έργα σκηνικής και
φωνητικής μουσικής, ορχηστρικά έργα).
Εκτός από τη συνοπτική αναφορά στα
έργα αυτά, τα οποία διατηρούν μια
προφανή σχέση με την ελληνική
αρχαιότητα, στο κείμενό μου
διερευνούνται κυρίως οι διασυνδέσεις
μεταξύ του συνόλου του έργου του
Δραγατάκη και της αρχαίας ελληνικής
μουσικής, μέσω μουσικών
χαρακτηριστικών. Τα σημαντικότερα από
αυτά τα χαρακτηριστικά (πεντατονικότητα,
τετράχορδα κ.ά.) φαίνεται ότι
προσεγγίστηκαν από τον συνθέτη είτε
μέσα από την παραδοσιακή μουσική της
Ηπείρου – λόγω και της πεποίθησης
του Δραγατάκη για την αρχαία καταγωγή
της − είτε μέσα από τις σχετικές
επιδράσεις διαφόρων μουσικών
ρευμάτων της εποχής του. Σχετική
αναφορά γίνεται επίσης στα
χαρακτηριστικά της μουσικής των
ελλήνων συνθετών για τις
αναπαραστάσεις αρχαίων ελληνικών
δραμάτων από τις αρχές του 20ού αιώνα
έως τη δεκαετία του 1970.
Βάλια Χριστοπούλου:
Μοντερνισμός και ελληνική
αρχαιότητα στο
έργο του Γιώργου Σισιλιάνου
Ο
Γιώργος Σισιλιάνος (1920-2005) είναι ένας
από τους σημαντικότερους εκπροσώπους
του μουσικού μοντερνισμού στην Ελλάδα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50,
άρχισε να χρησιμοποιεί μοντερνιστικά
ιδιώματα, ενώ παράλληλα στράφηκε στην
κλασική αρχαιότητα προκειμένου να
αναζητήσει και να προσδιορίσει το
στοιχείο της “ελληνικότητας” στη
μουσική του. Την ίδια περίοδο
απομακρύνθηκε από τη βυζαντινή και
δημοτική παράδοση και τη
συνεπακόλουθη σύνδεση με την τότε
κυρίαρχη Εθνική Σχολή Μουσικής. Η
ενασχόλησή του με την ελληνική
αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα βασικά
στοιχεία της δημιουργικής του
διαδρομής, όπως προκύπτει από μια
σειρά έργων που μπορούν να χωριστούν
σε τρεις κατηγορίες: μπαλέτα με θέματα
που προέρχονται από την ελληνική
αρχαιότητα, μουσικές υποκρούσεις για
το ανέβασμα αρχαίων τραγωδιών και
έργα που χρησιμοποιούν αποσπάσματα
αρχαίων ελληνικών κειμένων (κυρίως
τραγωδιών).
Το
παρόν άρθρο αναφέρεται στην
προσπάθεια του Σισιλιάνου να
δημιουργήσει ένα πεδίο σύζευξης
στοιχείων από την ελληνική αρχαιότητα
και τον μουσικό μοντερνισμό, και
εντοπίζει τις απαρχές της σύνδεσης
αυτής στο πρώτο έργο στο οποίο ο
συνθέτης χρησιμοποιεί μοντερνιστικές
τεχνικές, το Κοντσέρτο
για ορχήστρα, έργο 12 (1954). Ακόμα,
προσδιορίζονται δύο διαδοχικές
φάσεις διαμόρφωσης του πεδίου αυτού.
Στην πρώτη φάση, ο Σισιλιάνος
συνδυάζει τη χρήση μοντερνιστικών
τεχνικών με αναφορές στην ελληνική
δημοτική μουσική, οι οποίες
αντιμετωπίζονται ως κατάλοιπα του
αρχαίου ελληνικού παρελθόντος,
κατάλληλα για να διασφαλίσουν τη
συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και
παρόντος· στη δεύτερη φάση, δεν
υπάρχουν παραπομπές σε εξωτερικές
αναφορές και ο συνθέτης στοχεύει σε
μια πιο οργανική σύνδεση μεταξύ των
αρχαίων κειμένων και των
μοντερνιστικών ιδιωμάτων, η οποία
αναπτύσσει έναν διάλογο μεταξύ
παρελθόντος και παρόντος. Οι έννοιες
της παγκοσμιότητας και της
διαχρονικότητας αποτελούν το κοινό
ιδεολογικό υπόβαθρο μεταξύ του
αρχαίου δράματος, όπως αυτό
προσλαμβάνεται την περίοδο αυτή στην
Ελλάδα, και κάποιων από τις βασικές
αρχές του μοντερνισμού.
Βασίλης Καλλής: Μοντέλα
διαλόγου μεταξύ διατεταγμένων
φθογγικών συνόλων στην μουσική του
εικοστού αιώνα
Η
σταδιακή εγκατάλειψη της
λειτουργικής τονικότητας ως του
πρωταρχικού συστήματος μουσικής
γραφής στην έντεχνη μουσική επέφερε
σημαντικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα
της μουσικής δημιουργίας. Ειδικά δε
όσον αφορά στην μουσική γλώσσα, οι
καινοτομίες είναι καταλυτικές.
Παρατηρείται μια
χωρίς προηγούμενο ροπή προς την
εύρεση νέων μεθόδων οργάνωσης
μουσικής σύνταξης, η οποία επηρεάζει
– και ταυτόχρονα επηρεάζεται από –
την έλευση εναλλακτικών δεξαμενών
δομικού υλικού. Στον ευρύτερο
γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής
Ευρώπης και στη Γαλλία, περιοχές στις
οποίες οι νέες μουσικές τάσεις είναι
ιδιαίτερα έντονες, οι συνθέτες, μεταξύ
άλλων τεχνικών καινοτομιών,
πειραματίζονται με τη χρήση διατεταγμένων («ordered») μουσικών οντοτήτων (φθογγικών
συνόλων), δηλαδή διατονικών και μη-διατονικών
τρόπων, οι οποίοι δύνανται, είτε
αυτόνομα, είτε συνδυαστικά, να
διαμορφώσουν σύστημα μουσικής
σύνταξης. Η παρούσα μελέτη εξετάζει
συγκεκριμένες μεθόδους μουσικής
σύνταξης, οι οποίες στηρίζονται στον
διάλογο μεταξύ διατεταγμένων
φθογγικών συνόλων στην μουσική των
ανατολικό-ευρωπαίων και γάλλων
συνθετών κατά το τελευταίο τέταρτο
του δέκατου ενάτου αιώνα και τα πρώτα
χρόνια του εικοστού.
Ιωάννης Φούλιας: Η γέννηση
και η εξέλιξη ενός συνθέτη: ο
Δημήτρης Μητρόπουλος κατά την
δεκαετία του 1910
Ο
Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960) υπήρξε
ένας από τους κορυφαίους
αρχιμουσικούς τόσο στην Αμερική όσο
και στην Ευρώπη κατά τις δεκαετίες του
1940 και του 1950. Λιγότερο γνωστή είναι η
προγενέστερη συνθετική του
σταδιοδρομία κατά την διάρκεια της
δεκαετίας του 1910 και μεταξύ των ετών
1924-1928 (και σποραδικά μέχρι το 1937), η
οποία απέφερε συνολικά 36 πρωτότυπα
έργα. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα εξ αυτών,
προερχόμενα από την δεύτερη
δημιουργική περίοδο του Μητρόπουλου (κατά
την δεκαετία του 1920), εκτιμούνται ήδη
σε υψηλό βαθμό ως οι πρώτες ελληνικές
συνθέσεις σε νεωτεριστικό (ατονικό,
δωδεκαφθογγικό κ.λπ.) μουσικό ιδίωμα.
Από την άλλη πλευρά, ελάχιστα από τα
πρωιμότερα έργα του έχουν μελετηθεί
έως τώρα, παρά την καλλιτεχνική τους
αξία αλλά και την σημασία τους για την
κατανόηση της συνθετικής εξέλιξης του
ιδίου του Μητρόπουλου. Ως εκ τούτου, η
παρούσα μελέτη προβαίνει σε μια
συστηματική επισκόπηση των 25 αυτών
έργων που ο Μητρόπουλος συνέθεσε
μέχρι το 1920, ρίχνοντας φως στις
ποικίλες – όχι μονάχα ξένες αλλά και
εντόπιες – υφολογικές τους επιρροές
και θίγοντας ζητήματα περί μουσικών
ειδών και μορφών που ανακύπτουν κατά
περίπτωση.
Νίκος
Τζιούμαρης: Μουσική Βιβλιοθήκη της ΕΡΤ
Α.Ε.: Η ιστορία των Μουσικών Συνόλων
της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (1938-2010) –
Μέρος B΄ (Από το τέλος της
δεκαετίας του 1960 έως τις μέρες μας)
Το
παρόν άρθρο αποτελεί την πρώτη
συστηματική μελέτη που αφορά τις
ελληνικές ραδιοφωνικές ορχήστρες και
συγκεκριμένα τα σημερινά Μουσικά
Σύνολα της ΕΡΤ. Η έρευνά μας
επικεντρώθηκε σε υπηρεσιακά έγγραφα,
σε περιοδικά όπως το Ραδιοπρόγραμμα
και το Τρίτο
Πρόγραμμα που εξέδιδε κατά καιρούς
η ελληνική ραδιοφωνία, σε καταλόγους
ηχογραφήσεων, σε χειρόγραφες
παρτιτούρες και σε προγράμματα
συναυλιών που φυλάσσονται στα αρχεία
της ΕΡΤ Α.Ε. Το θέμα μας αναπτύσσεται
χρονολογικά, με σκοπό να
στοιχειοθετηθεί όσο το δυνατόν
επαρκέστερα η ιστορία των Μουσικών
Συνόλων της ΕΡΤ. Γράφοντας την ιστορία
αυτή, ήταν αναγκαίο να συμπεριληφθούν
στοιχεία που αφορούν την γενικότερη
ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας,
διότι οι ορχήστρες αυτές μέχρι το 1993
αποτελούσαν οργανικό κομμάτι των
ραδιοφωνικών προγραμμάτων, πράγμα που
σημαίνει πως η οποιαδήποτε
δραστηριότητά τους υπάκουγε στην
γενικότερη πολιτική που υιοθετούσε η
κεντρική διεύθυνση της ραδιοφωνίας,
ενώ από το 1993 και μετά τα Μουσικά
Σύνολα της ΕΡΤ αποτελούν ξεχωριστή
διεύθυνση της ελληνικής ραδιοφωνίας.
Το
άρθρο αυτό περιέχει πολλά στοιχεία
γύρω από το ρεπερτόριο των ορχηστρών,
τους μαέστρους που τις διεύθυναν, τις
συναυλιακές και ραδιοφωνικές
εμφανίσεις που πραγματοποίησαν οι
ορχήστρες, αλλά και γύρω από την
γενικότερη πολιτική και αισθητική που
υιοθετήθηκε από τις εκάστοτε
διοικήσεις της ραδιοφωνίας. Όπως
προέκυψε από την έρευνά μας, η
επιθυμία του ακροατηρίου και η
αισθητική των διοικούντων υπήρξαν οι
βασικοί παράγοντες που διαμόρφωναν
διαχρονικά το ύφος αυτών των
ορχηστρών στην Ελλάδα.
|