βιογραφικά
Αναστασία
Γεωργάκη
Η Αναστασία Γεωργάκη γεννήθηκε στην Λευκάδα τo 1963. Σπούδασε Φυσική (Πανεπιστήμιο
Αθηνών, πτυχίο 1986) και Μουσική στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών (πτυχίο Αρμονίας και πτυχίο
Αντίστιξης – δίπλωμα Ακκορντεόν και Ηλ. Αρμονίου) κατά την περίοδο 1981-1990. Έκανε
μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της Μουσικής Πληροφορικής στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο
Έρευνας Συντονισμού Ακουστικής και Μουσικής IRCAM (σε συνεργασία με την EHESS), όπου απέκτησε τον
τίτλο DEA (1991), και περάτωσε με επιτυχία την διδακτορική της διατριβή (1997) στον τομέα «Μουσική
και Μουσικολογία του 20ού αιώνα με έμφαση στην Μουσική Πληροφορική». Έχει εργαστεί ως
παιδαγωγός σε διάφορα Ωδεία στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. Tην περίοδο 1995-2002 εργάστηκε ως
συμβασιούχος και μετέπειτα ως Λέκτορας στο Tμήμα Mουσικών Σπουδών του Iονίου Πανεπιστημίου
με γνωστικό αντικείμενο «Mουσική Aκουστική και Πληροφορική», όπου ανέπτυξε και άλλες
δραστηριότητες: διοργάνωση σεμιναρίων, συνεδρίων και συναυλιών. Έχει συνεργαστεί με το
Ινστιτούτο Eπεξεργασίας του Λόγου (IEΛ) σε θέματα Μουσικής Πληροφορικής σε Eυρωπαϊκά και Eθνικά
ερευνητικά προγράμματα και έχει συμμετάσχει σε αρκετά διεθνή συνέδρια Mουσικής
Πληροφορικής. Tα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν σε ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών της
Πληροφορικής στην Mουσική δημιουργία και εκπαίδευση: μοντελοποίηση τραγουδιστής φωνής,
μουσική με διαδραστικά μέσα, συσχετισμός λογισμικών και παραγωγής μουσικών έργων, τεχνικές
και μορφές της ηλεκτρακουστικής μουσικής, ανάλυση και σύνθεση ήχων. Aπο τον Oκτώβριο του 2002
εργάζεται ως Λέκτορας Mουσικής Tεχνολογίας στο Tμήμα Mουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Aθηνών.
Ειρήνη
Θεοδοσοπούλου
Διδάκτωρ μουσικολογίας (Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Αθηνών), πτυχιούχος του ιδίου τμήματος, διπλωματούχος πιάνου (Εθνικό Ωδείο). Ολοκλήρωσε τη
διδακτορική της διατριβή με επιβλέποντα καθηγητή τον Γεώργιο Αμαργιανάκη. Από τον Νοέμβριο
του 1998 ήταν μεταπτυχιακή υπότροφος εσωτερικού του Ι.Κ.Υ. Κατά τα έτη 1998-2003 παρήγαγε
ερευνητικό έργο, πρώτον, στο πρόγραμμα «Θαλήτας: Η βιολιστική παράδοση στην κρητική δημοτική
μουσική» του Ι.Μ.Σ. / Ι.Τ.Ε. και του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθηνών, δεύτερον, στο πρόγραμμα «Αρχαία
– Βυζαντινή – Παραδοσιακή μουσική» του Ι.Μ.Σ. / Ι.Τ.Ε., και τρίτον, στο πρόγραμμα «Εμπλουτισμός
του Αρχείου Παραδοσιακής Μουσικής» του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Αθηνών. Διδάσκει ως
ειδικός επιστήμονας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών Αθηνών. Ερευνητικά και διδακτικά
ενδιαφέροντα: Μορφολογία της ελληνικής δημοτικής μουσικής, καταγραφές των δημοτικών
τραγουδιών στο σύστημα της ευρωπαϊκής σημειογραφίας με χρήση ειδικών σημαδίων, έρευνα
πεδίου σε διάφορες περιοχές της ανατολικής και κεντρικής Κρήτης κατά τα έτη 1998-2003.
Χρήστος
Ηλ. Κολοβός
Γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα και κατάγεται από μουσική οικογένεια.
Διπλωματούχος βιολιού της τάξης του Ι. Τζουμάνη του Ωδείου Αθηνών, στο οποίο σπουδάζει και
Ανώτερα Θεωρητικά με τον Π. Κούκο. Από τον Σεπτέμβριο του 2003 συνεχίζει σπουδές βιολιού στο Noord
Nederlands Conservatorium of Hanzehogeschool in Groningen της Ολλανδίας με το F. Donderer. Έχει εμφανισθεί σε ατομικά
ρεσιτάλ, σε συναυλίες με το «Κουαρτέττο Εγχόρδων Κυδωνιάτης», το οποίο ίδρυσε το 2000, καθώς
και με διάφορα σύνολα μουσικής δωματίου σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Από το 1998 ασχολείται
με την αρχειοθέτηση του έργου του Κ. Κυδωνιάτη, ενώ έχει συνεργασθεί και με τον Τάκη
Καλογερόπουλο στο επτάτομο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής. Δίδαξε στο
Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο του Ιλίου (2001-2003), ενώ από τον Ιούνιο του 2003 αρθρογραφεί σε
εφημερίδα της Καλλιθέας.
Σοφία
Κομποτιάτη
Η Σοφία Κομποτιάτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978 και είναι απόφοιτος του
Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα Ανωτέρων
Θεωρητικών με τον Μιχάλη Αδάμη και παραδοσιακών μουσικών οργάνων (ούτι και νέυ) με τον Χρήστο
Τσιαμούλη. Έχει συνεργαστεί με τον Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής» του Μεγάρου Μουσικής
Αθηνών, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο κ.ά., ενώ έχει ασχοληθεί με
διοργανώσεις φεστιβάλ και επιστημονικών συνεδρίων στην Ελλάδα και την Τουρκία. Έχει
παρακολουθήσει σεμινάρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Τουρκία, Ολλανδία κ.α.), έχει
επιμεληθεί εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών και έχει βραβευτεί με διάφορες υποτροφίες (Ι.Κ.Υ.,
Ίδρυμα Αντωνίου Παπαδάκη κ.λπ.). Τα τελευταία τρία χρόνια διδάσκει Ανώτερα Θεωρητικά στο
ωδείο Εν Οργάνοις, ενώ από το 2002 είναι υποψήφια διδάκτωρ στον κλάδο της Αστικής
Εθνομουσικολογίας με επιβλέποντα καθηγητή τον Παύλο Κάβουρα (Θέμα διατριβής: «Σύγχρονη
τουρκική μουσική: η περίπτωση του έθνικ»). Παράλληλα, σπουδάζει
Σύνθεση με τον Μιχάλη Αδάμη.
Γιάννης
Μπελώνης
Διδάκτωρ Μουσικολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Aθήνα το 1973. Σπούδασε πιάνο (τάξη Aσπ. Φασουλά) και
ανώτερα θεωρητικά (τάξη Eυσ. Kαλλιανού) στο Eθνικό Ωδείο, ενώ την περίοδο 1997-2001 παρακολούθησε
μαθήματα σύνθεσης υπό την επίβλεψη του συνθέτη και μουσικολόγου Γιώργου Zερβού. Aποφοίτησε
από το Tμήμα Mουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Aθηνών το 1998 με βαθμό «Άριστα» και με
υποτροφία του I.K.Y. εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα: «H μουσική δωματίου του Mανώλη Kαλομοίρη».
Eργάσθηκε ως καθηγητής ανώτερων θεωρητικών μαθημάτων στο Eθνικό Ωδείο Bριλησσίων (1993-1998) και
στο Δημοτικό Ωδείο Γλυφάδας (1999-2003), ενώ από το 2001 διατελεί καθηγητής ανώτερων θεωρητικών στο
Εθνικό Ωδείο της Αθήνας και του Χολαργού από το 2003. Συνεργάστηκε με το Nίκο Mαλιάρα στην
παιδική χορωδία «Mανώλης Kαλομοίρης» (2001-2003), ενώ έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε Διεθνή
Συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά περιοδικά κι
εφημερίδες, καθώς και σε προγράμματα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Καίτη
Ρωμανού
Η Καίτη (Αικατερίνη) Ρωμανού είναι μουσικολόγος, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα
Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάκτωρ Μουσικολογίας (Τμήμα Μουσικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1993), Master of Music στην Μουσικολογία (Indiana University, Bloomington, Indiana ΗΠΑ, 1974). Ήταν
μουσικοκριτικός στην εφημερίδα Η Καθημερινή (1974-1986). Δίδαξε σε ωδεία της Αθήνας, του Άργους, της Καλαμάτας και του Βόλου.
Από το 1994 διδάσκει στο Τ.Μ.Σ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι ιδρυτικό μέλος και μέλος της
συμβουλευτικής επιτροπής του περιοδικού Μουσικολογία (1985-). Έχει δημοσιεύσει πολλά
επιστημονικά άρθρα (σε περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού), καθώς και τα βιβλία:
Εθνικής Μουσικής Περιήγησις: 1901-1912, 2 τόμοι (Κουλτούρα: Αθήνα 1996).
Ιστορία της Έντεχνης Νεοελληνικής Μουσικής, (Κουλτούρα: Αθήνα 2000).
Η Ελληνική μουσική στους Ολυμπιακούς Αγώνες και
τις Ολυμπιάδες (1858-1896) (Υπουργείο Πολιτισμού
/ Κουλτούρα: Αθήνα 2004).
Η μουσική βιβλιοθήκη της Φιλαρμονικής Εταιρείας
Κέρκυρας (Κουλτούρα: Αθήνα 2004).
Γιώργος
Χατζηνίκος
Μαέστρος, πιανίστας, καθηγητής στο Royal Manchester College of Music της Αγγλίας.
Επειδή είχε δείξει μια πρώιμη κλίση στη μουσική, ο Γ. Χατζηνίκος άρχισε
μαθήματα πιάνου στο Βόλο, γεγονός αρκετά ασυνήθιστο για αγόρι εκείνη την εποχή, καθώς
μάλιστα η οικογένειά του τον προόριζε για μια νομική και πολιτική σταδιοδρομία. Τα μαθήματα
αυτά συνεχίσθηκαν παράλληλα με το σχολείο και στην Αθήνα, όπου η οικογένειά του μετακόμισε
το 1934. Καθώς, όμως, είχε ευρύτερα ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες, παρ’ όλη την ιδιαίτερή του
αγάπη για τη μουσική, εξακολουθούσε να τη θεωρεί σαν ένα ωραίο ελκυστικό hobby. Τη ριζική
απόφαση να αφιερωθεί ολότελα στη μουσική, εγκαταλείποντας οριστικά τη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών –στην οποία είχε εν τω μεταξύ εισαχθεί με ιδιαίτερη επιτυχία– πήρε
μόνον όταν, μέσα από την πείνα και την κοινωνική αναταραχή της Κατοχής, που τόσο τραγικά
διαδέχτηκε την εθνική ανάταση της εποποιίας του 1940-41, αντίκρισε τη μουσική σαν ένα
πρωταρχικό λειτούργημα ζωής.
Μετά το περάς των σπουδών του στο Ωδείο Αθηνών και στο Mozarteum του Salzburg, απ’
όπου απεφοίτησε το 1948-49, με ανώτατη διάκριση και χρυσό μετάλλιο, τόσο σαν σολίστ, όσο και σαν
Διευθυντής Ορχήστρας, αντί να δεχθεί τη θέση του Chefcorrepetitor, που του προσέφεραν στην Όπερα του
Μονάχου, προτίμησε να ακολουθήσει την καριέρα του σολίστα, που τον οδήγησε με επιτυχία στις
περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ενώ συγχρόνως δεν έπαψε να επωφελείται κάθε ευκαιρίας για
περαιτέρω τελειοποίηση με κάθε μουσική αυθεντία που τύχαινε να συναντήσει (Edwin Fischer, Paul Hindemith,
Carl Orff, E. Erdmann, G. Chavchavadze, Alice Pashkus). Σιγά-σιγά όμως, άρχισε όλο και περισσότερο να διαισθάνεται την
ύπαρξη μιας κάποιας γενικότερης έλλειψης, ενός κάποιου θεμελιώδους κενού στο σύνολο της
μουσικής αντίληψης, που δημιουργούσε μέσα του ένα όλο και πιο έντονο ερώτημα. Μιαν απάντηση σ’
αυτό βρήκε εντελώς αναπάντεχα, όταν, περιοδεύοντας για συναυλίες στην τότε Σοβιετική Ένωση,
συνάντησε το 1959 στη Μόσχα τον κορυφαίο ρώσο παιδαγωγό Heinrich Neuhaus, δάσκαλο του Emil Gilels και του
Sviatoslav Richter, και, κατά τη διάρκεια μιας εκτεταμένης και αλησμόνητης συζήτησης,
συνειδητοποίησε ότι μόνον η διδασκαλία, στην πραγματική της ύψιστη έννοια, θα μπορούσε να
τον οδηγήσει σε ουσιαστικά συμπεράσματα. Έτσι, χωρίς ποτέ να σταματήσει τις σολιστικές του
δραστηριότητες, δέχθηκε το 1961 να διδάξει στο Royal Manchester College of Music της Αγγλίας. Επεκτείνοντας τη
διδασκαλία του σε όλο και περισσότερους πρακτικούς και θεωρητικούς τομείς μέχρι τη
διεύθυνση ορχήστρας και χορωδίας, χτίζοντας γέφυρες μεταξύ Τέχνης και Επιστήμης στο UMIST (University
of Manchester Institute of Science and Technology), δημιουργώντας και διευθύνοντας ορχήστρες και χορωδίες στην
περιοχή του Great Manchester, στο Hoyiake, στα Cleveland Easter Orchestral Courses, στα Canford Choral Weekends, διευθύνοντας για 13
χρόνια την Bury Symphony Orchestra, χωρίς να διακόψει ποτέ τη σολιστική του δράση, κατέληξε να συλλάβει
και να διαμορφώσει μια γενικότερη συνοπτική και διαλεκτική αντιμετώπιση του μουσικού
λειτουργήματος, που ονόμασε «ΛΟΓΙΚΗ και ΘΕΜΕΛΙΑ της ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», την οποία άρχισε να
εφαρμόζει όχι μόνον στην Αγγλία, αλλά και στη Βραζιλία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τις Ινδίες,
ΗΠΑ, Γερμανία, Ισλανδία κ.λπ., σε κάθε του μουσική δράση, είτε διευθύνοντας, είτε παίζοντας,
είτε διδάσκοντας.
Σαν σολίστας, εκτός από πολυάριθμα ρεσιτάλ που έδωσε σε διάφορες χώρες
της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικανικής Ηπείρου, εμφανίσθηκε σαν σολίστ με πολλές
εξέχουσες ορχήστρες, όπως η Φιλαρμονική του Βερολίνου, η RTF των Παρισίων, οι BBC Λονδίνου, BBC Nothem
και BBC Welsh, η Halle Manchester, οι Ραδιοφωνικές Στοκχόλμης, Κοπεγχάγης, Βιέννης, Αμβούργου, Ζυρίχης,
Γενεύης κ.ά.
Σαν μαέστρος έχει διευθύνει τις Ραδιοφωνικές Ορχήστρες Στοκχόλμης, Rio-de-Janeiro,
Αθηνών, Κοπεγχάγης (EBU – ειδική συναυλία της Ηνωμένης Ευρωπαϊκής Ραδιοφωνίας), Μιλάνου (Φεστιβάλ
Αθηνών), κρατικές Βορείου Ελλάδος και Αθηνών, Συμφωνική του Βερολίνου, Ορχήστρα Bach της Μόσχας,
Κρατική Συμφωνική του Kosice (Μουσικής Άνοιξης Σλοβακίας) κ.ά.
Μεταξύ άλλων, υπήρξε πρωτοπόρος στην παρουσίαση του έργου του Νίκου
Σκαλκώτα, δίνοντας πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις, τόσο σαν σολίστ, όσο και σαν μαέστρος,
διαφόρων σημαντικών μουσικών του έργων. Το Πανεπιστήμιο της Παβίας (Ιταλία) του απένειμε το
1990 για την προσφορά του στην ευρωπαϊκή μουσική το μετάλλιο Ugo Foscolo, δίδοντάς το για πρώτη φορά
σε μουσικό. Τα μουσικά του, όμως, ενδιαφέροντα δεν περιορίζονται σε μια ορισμένη μουσική
περίοδο –έχει κατά καιρούς αποκληθεί ιδανικός ερμηνευτής της μοντέρνας, της κλασσικής, της
ρομαντικής, της ιμπρεσσιονιστικής και της μπαρόκ μουσικής– αλλά επεκτείνονται στο
γενικότερο ερώτημα της θέσης της Μουσικής μέσα στην Κοινωνία και στη Ζωή.