αρχ. σελίδασυντακτική ομάδατρέχον τεύχοςπροηγ. τεύχηαναζήτησηοδηγίεςεπικοινωνίαenglish

 

τεύχος 25
(Φθινόπωρο 2014)

περιεχόμενα

περιλήψεις

βιογραφικά

περιλήψεις

  

Μάρκος Σκούλιος: Τα ανατολικά Μακάμ και ο «ορθός» τρόπος Ραστ

 

Η πλειονότητα των παλαιών μουσικών ιδιωμάτων που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο διατηρεί μια βαθιά συγγένεια με τις μουσικές παραδόσεις της Ανατολής. Η σημαντικότερη ίσως μουσικολογική διάσταση αυτής της συγγένειας είναι η «πολυ-τροπικότητα» της μελωδίας. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας της εξέλιξης του ανατολικού πολυτροπισμού, όπου διαφαίνεται η πορεία από τα κλειστά, συμμετρικά και ιεραρχικά πρώιμα ανατολικά τροπικά συστήματα στα ανοιχτά και μη συμμετρικά σύγχρονα αντίστοιχα. Την ανασκόπηση αυτή ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση του «οθωμανοτουρκικού» συστήματος των Μακάμ, το οποίο προσιδιάζει καλύτερα σε μελωδικά φαινόμενα του ελλαδικού χώρου. Η παρουσίαση του τροπικού αυτού συστήματος αντλεί στοιχεία τόσο από παλαιές πηγές, όπως οι Dimitrie Cantemir, Hızır Ağa, Tanburi Harutin, Abdülbaki Nasır Dede, Παναγιώτης Χαλάτζογλου, Κύριλλος Μαρμαρηνός και Παναγιώτης Κηλτζανίδης, όσο και σύγχρονες, όπως οι Ekrem Karadeniz, Ismail Hakki Özkan, Fıkret Kutluğ και Murat Aydemir. Τα παρουσιασθέντα θεωρητικά εργαλεία – σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα της βυζαντινής θεωρίας – εφαρμόζονται κατόπιν στην ανάλυση του πιο σημαντικού ίσως τροπικού μορφώματος, του Μακάμ Ραστ, το οποίο λειτουργεί ως σκελετός του τροπικού συμπλέγματος των Μακάμ, καθώς και ως αφετηρία κάθε αναλυτικής προσέγγισης και κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας σε βάθος χρόνου πολλών αιώνων. Η θεωρητική ανάλυση του εξέχοντος αυτού τρόπου εμπλουτίζεται με ερμηνευτικές λεπτομέρειες από την προφορική παράδοση των μελωδικών έλξεων.

  

  

Κωνσταντίνος Μαυρογένης: Η Λειτουργία super Aller mi faut la verdure του Φραγκίσκου Λεονταρίτη – μία περίπτωση δανεισμού από δύο πολυφωνικά πρότυπα

 

Το παρόν άρθρο ασχολείται με τη Λειτουργία super Aller mi faut la verdure του κρητικού συνθέτη Φραγκίσκου Λεονταρίτη και το δανεισμό του μουσικού της υλικού από δύο πολυφωνικές μελοποιήσεις του ομώνυμου chanson. Αρχικά παραθέτονται βασικές πληροφορίες γύρω από το συνθετικό είδος της λειτουργίας ad imitationem, της επονομαζόμενης παρωδιακής λειτουργίας, στο οποίο ανήκει και η Λειτουργία super Aller mi faut la verdure και το οποίο δεσπόζει όσον αφορά την πολυφωνική μελοποίηση του “Ordinarium missae” κατά τον 16ο αιώνα. Στη συνέχεια περιγράφεται το χειρόγραφο, το οποίο εμπεριέχει τη Λειτουργία, ενώ ακολουθεί ανάλυση της παρωδιακής διαδικασίας με τη βοήθεια μουσικών παραδειγμάτων και την κατάρτιση ενός πίνακα στον οποίον συσχετίζονται όλα τα μέρη της Λειτουργίας με το υλικό δανεισμού τους. Τέλος, γίνεται αποτίμηση των συνθετικών τεχνικών του Λεονταρίτη στη συγκεκριμένη Λειτουργία και αποτολμάται μία αξιολόγησή της σε σχέση με την εποχή της. Για την πληρέστερη κατανόηση της ανάλυσης παραθέτονται στο τέλος η Λειτουργία και τα δύο πρότυπα chansons.

  

  

Κωνσταντίνος Γ. Σαμπάνης: Οι παραστάσεις όπερας στο θέατρο των Πατρών κατά την οθωνική περίοδο (1850-1862)

 

Η Πάτρα απέκτησε ξύλινο θέατρο στα τέλη του 1849 και την άνοιξη του 1850 διεξήχθη η πρώτη οργανωμένη και πλήρης σαιζόν όπερας υπό την επιμέλεια των ικανών ιταλών μαέστρων Francesco Zecchini και Angelo Lambertini από την Μπολώνια. Οι δύο πρώτες παραγωγές ήταν οι όπερες I due Foscari και Ernani του Giuseppe Verdi, με αποτέλεσμα το θέατρο της Πάτρας να είναι το πρώτο του τότε «Βασιλείου της Ελλάδος» όπου αναβιβάσθηκαν έργα του συνθέτη. Στις 11/23.5.1860 αναβιβάσθηκε στην Πάτρα η Isabella d’Aspeno του Παύλου Καρρέρ, πρώτη όπερα έλληνα συνθέτη που ανέβαινε σε θέατρο του τότε «Βασιλείου της Ελλάδος», ενώ η παγκόσμια πρώτη του Marco Bozzari του ίδιου συνθέτη δόθηκε στο θέατρο της Πάτρας στις 30.4./12.5.1861. Συνολικώς, από το 1850 έως το τέλος της οθωνικής περιόδου (1862) διοργανώθηκαν στην Πάτρα απολύτως επιβεβαιωμένα 5 σαιζόν όπερας και πραγματοποιήθηκαν 27 (ή 28) παραγωγές, 25 (ή 26) διαφορετικών οπερών, κυρίως των Verdi, Donizetti και Bellini. Με το θέατρο της Πάτρας συνεργάσθηκαν ιταλικοί θίασοι μέτριας ποιότητος, ενώ σ’ αυτό έκανε το 1851 την πρώτη της εμφάνιση ως prima donna soprano assoluta η μετέπειτα διάσημη Antonietta Brignoli-Ortolani, που ήταν τότε μόλις 20 ετών.

  

  

Νίκος Α. Δοντάς: Ο Βέρντι στην Εθνική Λυρική Σκηνή κατά την περίοδο 1939-2010

 

Ένας από τους δημοφιλέστερους συνθέτες όπερας παγκοσμίως, ο Τζουζέππε Βέρντι, κατέχει με τα έργα του κεντρική θέση στο δραματολόγιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα. Η ΕΛΣ, το μόνο κρατικό λυρικό θέατρο της χώρας, έχει παρουσιάσει την πλειονότητα των έργων του – όχι μόνο τις αυτονόητα δημοφιλείς όπερες αλλά και πολλές λιγότερο γνωστές.

Το κείμενο αυτό διατρέχει το σύνολο των παραγωγών έργων του Βέρντι που παρουσιάστηκαν στα εβδομήντα χρόνια λειτουργίας του οργανισμού από το 1939 έως το 2010. Παρακολουθεί χρονολογικά τον εμπλουτισμό του δραματολογίου και επιχειρεί να ανιχνεύσει όσα καθόρισαν την παρουσία κάθε τίτλου στο ρεπερτόριο, όπως, λόγου χάριν, τις αιτίες για την τακτική ή λιγότερο συχνή παρουσίαση κάθε έργου ή τις αιτίες για την εμφάνιση μίας όπερας σε καθέναν από τους χώρους στους οποίους παρουσιάζει τις παραγωγές της η ΕΛΣ. Σχετικά με τη διαμόρφωση του δραματολογίου του οργανισμού επισημαίνεται μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα η σημασία κάθε χώρου στον οποίον εμφανίζεται η ΕΛΣ αλλά και η σημασία της διαθεσιμότητας συγκεκριμένων, εξειδικευμένων τραγουδιστών.

Από την αποτύπωση της κατάστασης και τις επιχειρούμενες ερμηνείες προκύπτουν συμπεράσματα σχετικά με το προφίλ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε διάφορες επί μέρους ιστορικές περιόδους αλλά και σχετικά με τις προτεραιότητες των εκάστοτε διευθύνσεων, όπως προβάλλουν μέσα από τις επιλογές τους. Αβίαστα εγείρονται ερωτήματα που αφορούν τις στερεότυπες αντιλήψεις σχετικά με τη δημοτικότητα των τίτλων, συνεπώς και με θέματα πολιτισμικής διαχείρισης, είτε αυτή ασκήθηκε συνειδητά, είτε εμπειρικά.

  

  

Σόλων Ραπτάκης: Η σονάτα για πιάνο στον πρώιμο ρομαντισμό: Συγκριτική μελέτη εναρκτήριων μερών από σονάτες για πιάνο της δεκαετίας του 1820

 

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η ανάλυση τεσσάρων εναρκτήριων μερών από επιλεγμένες σονάτες για πιάνο της πρώιμης ρομαντικής περιόδου και συγκεκριμένα της δεκαετίας του 1820. Η μελέτη επικεντρώνεται στην αναζήτηση κοινών χαρακτηριστικών στα πιανιστικά έργα των Carl Maria von Weber (Σονάτα για πιάνο αρ. 4, σε μι-ελάσσονα, opus 70), Johann Nepomuk Hummel (Σονάτα για πιάνο σε Ρε-μείζονα, opus 106), Franz Schubert (Σονάτα για πιάνο σε Ρε-μείζονα, D 850) και Felix Mendelssohn-Bartholdy (Σονάτα για πιάνο σε Μι-μείζονα, opus 6) που εξετάζονται και έχει ως απώτερο σκοπό την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων αναφορικά με τον χειρισμό, από μέρους της πρώτης γενιάς των συνθετών του μουσικού ρομαντισμού, των συμβάσεων που είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε περί την μορφή σονάτας και, πιο συγκεκριμένα, τον τρόπο διαχείρισης της βαριάς κληρονομιάς που άφησε στο συνθετικό αυτό πεδίο ο κλασικισμός και ιδιαίτερα το πιανιστικό έργο του Ludwig van Beethoven. Τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται αντλούνται κατά κύριο λόγο από σχετικές με την μορφή σονάτας μελέτες του δευτέρου ημίσεως του 20ού αιώνα και πιο πρόσφατες (W. Caplin, J. Hepokoski & W. Darcy, Ch. Rosen) καθώς και από παλαιότερα, σύγχρονα ή ελαφρώς μεταγενέστερα των υπό εξέταση έργων θεωρητικά συγγράμματα και εγχειρίδια σύνθεσης. Η διάρθρωση του άρθρου ακολουθεί αυτή των μορφολογικών ενοτήτων της μορφής σονάτας, ήτοι της έκθεσης, της επεξεργασίας και της επανέκθεσης (με την προαιρετική προσθήκη μιας coda), οι οποίες εξετάζονται μία προς μία σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης καθαρότητας και αναλυτικής αμεσότητας πριν την τελική συγκριτική διερεύνηση του ρεπερτορίου.

 

 
© 2002-2021 Περιοδικό Πολυφωνία